κούπερ

κούπερ
το
τεχνολ. συσκευή που χρησιμοποιείται στη σιδηρουργία για την ανάκτηση τής θερμότητας τών αερίων που εξέρχονται από τις υψικαμίνους και για την αναθέρμανση τού αέρα που εισέρχεται στους αεραγωγούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cowper < όν. τού Edward Αlfred Cowper, Άγγλου εφευρέτη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Κούπερ, Γκάρι — (Gary Cooper, Μοντάνα 1901 – 1961). Αμερικανός ηθοποιός του κινηματογράφου. Γιος δικαστή, ο Κ., που τα πρώτα χρόνια έκανε διάφορες δουλειές, από πωλητής μέχρι και φωτογράφος, αποτελεί μία από τις αντιπροσωπευτικές ενσαρκώσεις του Αμερικανικού… …   Dictionary of Greek

  • Κούπερ, Τζέιμς Φένιμορ — (James Fenimore Cooper, Μπάρλινγκτον, Νιου Τζέρσεϊ 1789 – Κούπερσταουν, Νέα Υόρκη 1851). Αμερικανός συγγραφέας. Γιος μεγαλοκτηματία αποίκου των δυτικών περιοχών, ο Κ. μεγάλωσε σε επαφή με την παρθένα φύση που τη μεταμόρφωσαν οι πρωτοπόροι και με… …   Dictionary of Greek

  • Κούπερ, Άρτσιμπαλντ Σκοτ — (Archibald Scott Cooper, 1831 – 1892). Βρετανός χημικός. Σπούδασε στη Γλασκόβη και στο Παρίσι και διορίστηκε αρχικά πανεπιστημιακός βοηθός στο Εδιμβούργο. Το 1856 εργάστηκε στο εργαστήριο του Βουρτζ στο Παρίσι και, δύο χρόνια αργότερα, επέστρεψε… …   Dictionary of Greek

  • Κούπερ, Λίον — (Leon Cooper, Νέα Υόρκη 1930 –). Αμερικανός φυσικός, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο Κολούμπια, από το οποίο έλαβε το πτυχίο του το 1951, μεταπτυχιακό τίτλο το 1953 και διδακτορικό τίτλο το 1954. Το ίδιο έτος έγινε… …   Dictionary of Greek

  • Σάφτσμπερυ, Άντονυ Άσλεϋ Κούπερ κόμης του- — (Shaftesbury). Άγγλος φιλόσοφος και δοκιμιογράφος (Λονδίνο 1671 Νεάπολη 1713). Συγγραφέας των Χαρακτηριστικών των ανθρώπων, των γραμμάτων, των γνωμών, των καιρών (1711), υποστηρίζει μια κοσμολογία νεοπλατωνικού χαρακτήρα που θυμίζει το νεο… …   Dictionary of Greek

  • αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • Héctor Cúper — «Cúper» redirige aquí. Para otras acepciones, véase Cúper (desambiguación). Héctor Cúper Nombre Héctor Raúl Cúper …   Wikipedia Español

  • ποδήλατο — Όχημα με δύο τροχούς ίσης διαμέτρου, εφοδιασμένους με ελαστικά και τοποθετημένους σε μεταλλικό πλαίσιο. Το π. κινείται από τη μυϊκή δύναμη των ποδιών του ατόμου το οποίο το χρησιμοποιεί. Η δύναμη προώθησης μεταδίδεται στον πίσω τροχό με μια… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”